- συνόρευση
- η, Ντο να συνορεύει κανείς με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνορεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συνόρευσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνόρευση — συνόρευση, η και συνόρεμα, το, ατος το να συνορεύει κάποια χώρα με άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνορία — και ιων. τ. συνορίη, ἡ, Α [σύνορος] συνόρευση, το να έχει κανείς κοινά σύνορα με κάποιον … Dictionary of Greek
συνόρε(υ)μα — το, Ν [συνορεύω] συνόρευση … Dictionary of Greek
συνόριον — τὸ, Α [σύνορος] συνορία*, συνόρευση … Dictionary of Greek